The lottery seller
Παρασκευή 9 Απριλίου 2010
Παναγιά μου αυτός ο άνθρωπος:
Σηκώθηκα απ' το πιάνο και πλησιάζω τον καθρέφτη. Ήμουν ξαναμμένος. Είδα το είδωλό μου να κρατά φτερά του παγωνιού και δροσερούς καρπούς του Θέρους. Κι είπα από μέσα μου: Ειμαι ο Λαχειοπώλης τ' Ουρανού. Μοιράζω αριθμούς σε ξωτικά και αγγέλους. Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία. Βάση ρευστή για τη δημιουργία. Κι απόφασίζω ευθής τη πιο μεγάλη μου πράξη. Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και στο άπειρο. Έτσι δεν θαναι δυνατό κανείς να ξαναδημιουργήσει, να πράξει το καλό - που λεν - ή το κακό. Σπάταλη η απόφασή μου, μα ο κόσμος πάει για να χαθεί.
Το λέω για να τ' ακούν οι νέοι, και να σκορπίσουν τα λαχεία τους κι αυτοί, όπου μπορέσουν και όπου βρουν. Να μην τ' αφήσουν κέρδος στους πολλούς. Έτσι τουλάχιστον, θα κακακτήσουμε τη δυνατότητα να μας φοβούνται. Ποιους; Εμάς τους ποιητές. Μιά και δεν είναι δυνατό να μας εντάξουν στα συρτάρια τους, σ' ότι μπορούν να ελέγξουνε και να προβλέψουν οι ανερχόμενοι πολλοί.
Τους φοβερίζει η άρνησή μας να δεχτούμε φάκελο, κατάταξη, τάξη κι αριθμό. Τους φοβερίζει η άρνησή μας να ενταχθούμε στις ομάδες αυτών που όταν κοιμούντα, τα χέρια τους είναι από μέσα ή απ' έξω από το πάπλωμα. Γιατί τα χέρια τα δικά μας την ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ' Ουρανού.
Μ. Χατζιδάκης - Ο λαχειοπώλης τ' ουρανού
Κυριακή, 13 Μαΐου, 1979
Σηκώθηκα απ' το πιάνο και πλησιάζω τον καθρέφτη. Ήμουν ξαναμμένος. Είδα το είδωλό μου να κρατά φτερά του παγωνιού και δροσερούς καρπούς του Θέρους. Κι είπα από μέσα μου: Ειμαι ο Λαχειοπώλης τ' Ουρανού. Μοιράζω αριθμούς σε ξωτικά και αγγέλους. Ο πρώτος αριθμός σημαίνει συνουσία. Βάση ρευστή για τη δημιουργία. Κι απόφασίζω ευθής τη πιο μεγάλη μου πράξη. Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και στο άπειρο. Έτσι δεν θαναι δυνατό κανείς να ξαναδημιουργήσει, να πράξει το καλό - που λεν - ή το κακό. Σπάταλη η απόφασή μου, μα ο κόσμος πάει για να χαθεί.
Το λέω για να τ' ακούν οι νέοι, και να σκορπίσουν τα λαχεία τους κι αυτοί, όπου μπορέσουν και όπου βρουν. Να μην τ' αφήσουν κέρδος στους πολλούς. Έτσι τουλάχιστον, θα κακακτήσουμε τη δυνατότητα να μας φοβούνται. Ποιους; Εμάς τους ποιητές. Μιά και δεν είναι δυνατό να μας εντάξουν στα συρτάρια τους, σ' ότι μπορούν να ελέγξουνε και να προβλέψουν οι ανερχόμενοι πολλοί.
Τους φοβερίζει η άρνησή μας να δεχτούμε φάκελο, κατάταξη, τάξη κι αριθμό. Τους φοβερίζει η άρνησή μας να ενταχθούμε στις ομάδες αυτών που όταν κοιμούντα, τα χέρια τους είναι από μέσα ή απ' έξω από το πάπλωμα. Γιατί τα χέρια τα δικά μας την ώρα του ύπνου, ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη κι ερωτική μορφή του Λαχειοπώλη τ' Ουρανού.
Μ. Χατζιδάκης - Ο λαχειοπώλης τ' ουρανού
Κυριακή, 13 Μαΐου, 1979