Ο Γιάννης ο Μητσής
Τετάρτη 14 Μαρτίου 2012
Πήγα στο σπίτι της γιαγιάς μου το απόγευμα για να πιούμε καφέ. Τα παράπονα στο τηλέφωνο ήταν μόνιμα: «Δεν έρχεσαι να με επισκεφτείς. Γαϊδούρι. Και λέω στις φιλενάδες μου ότι ο εγγονός μου είναι εδώ αλλά δεν τον είδα γιατί δεν έρχεται. Πόσες γιαγιάδες έχεις; Ε;». Και η αλήθεια είναι ότι μου χτυπάει όλες τις ευαίσθητες χορδές με κάτι τέτοια. Πάντα έτσι ήταν η γιαγιά...
Ανέβηκα λοιπόν τις στραβοχτισμένες σκάλες στο σπίτι της στη πλατεία του χωριού. Πόσο γνώριμες αυτές οι σκάλες. Όταν μπήκα χαμογέλασε, «άντε ρε παλικάρι μου», χαμήλωσε την τηλεόραση να παίζει στο βάθος – καλύτερα να μην κλείσει – και μου έφτιαξε σκέτο ελληνικό καφέ συνοδευόμενο με παροτρύνσεις για οποιοδήποτε γλυκό του κουταλιού μπορείς να φανταστείς (κεράσι, πορτοκάλι κτλ κτλ). Αδύναμος στην αντίσταση, συναίνεσα στο γλυκό κεράσι (ή μήπως ήταν ροδάκινο;).
Στο σκρίνιο όπου φιλοξενείται η τηλεόραση και τρία σετ ποτηριών και μπολ είναι αραδιασμένες φωτογραφίες της οικογένειας. Των τριών γιων της – που έχει παράπονο που δεν πάνε να την δουν – των 6 εγγονών, του παππού του Γιάννη και πάμε πάλι από την αρχή. Νύφες και χαρούμενα πρόσωπα με περισσότερα και πιο σκούρα μαλλιά από ότι έχουν τώρα όταν τους συναντώ μαζεμένους στις οικογενειακές μαζώξεις. Στον αριστερά τοίχο βασιλεύει μια πανέμορφη φωτογραφία του παππού και της γιαγιάς με όλα τα έξι εγγόνια – μοναδική στο είδος της και επαναλαμβανόμενη στα σπίτια όλων των ενδιαφερομένων. Και πιάσαμε παλιά κουβέντα για παλιά χρόνια. Σηκώθηκε και έφερε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες από το μέσα δωμάτιο και αρχίσαμε να τις αραδιάζουμε και να τις κοιτάμε. Μέσα σε αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια και χρωματικά πανέμορφες εκδρομές των δεκαετιών του ’60 και του ’70 ήταν και μια φωτογραφία του παππού του Γιάννη. Μια φωτογραφία που από τότε έμεινα κολλημένη στο μυαλό μου και δεν μπορώ να την ξεχάσω. Ο Γιάννης ο Αλβανόπουλος ο πρεσβύτερος φοράει ένα σορτσάκι, παντόφλες και ένα κοντομάνικο πουκάμισο. Είναι ξαπλωμένος ολόκληρος σε μια πλατεία στην Αθήνα όπου είχαν πάει εκδρομή με τη Θεανώ Αλβανοπούλου ,την πρεσβύτερη, και ταΐζει χαμογελαστός τα περιστέρια φορώντας ένα παλιομοδίτικο ζευγάρι γυαλιών ηλίου και χαμογελώντας στον άγνωστο φωτογράφο. «Να όλο έτσι γυρνούσε ο παππούς. Του έλεγα βάλε βρε κανένα ρούχο καλό. Και μου έλεγε “τι σε νοιάζει ρε γυναίκα, αφού δεν με ξέρει κανείς εδώ” και γυρνούσε με γυμνά τα ποδάρια έξω σε ολόκληρη Αθήνα», είπε η γιαγιά. Δεν το περίμενα μια τόση δα φωτογραφία να μου κάνει τόσο εντύπωση. Ξύπνησαν μέσα μου κομμάτια του εαυτού μου που είχα ξεχάσει και άλλα τόσα που δεν είχα ανακαλύψει, αλλά απέφυγα να της το πω από ντροπή. Βλέπεις, αυτή η φωτογραφία εμπεριέχει όλα όσα ήταν και έδωσε στις επόμενες γενιές ο Γιάννης ο Αλβανόπουλος. Όλα όσα έδωσε σε μένα. Το ποιος είμαι και από που έρχομαι έγινε ξαφνικά πιο ξεκάθαρο από ποτέ. Τώρα ήξερα τι με νοιάζει, τι με ενδιαφέρει και το τι με κάνει ευτυχισμένο. Μέσα από μια φωτογραφία. Δυστυχώς έχω ξεχάσει τη μυρωδιά του αλλά θυμάμαι πολύ καλά την φωνή του και την παρουσία του. Υποσχέθηκα - ξανά - στον ευατό μου ότι θα επισκέπτομαι πιο συχνά την γιαγιά... --
"Εγωίσταρε", είπα μέσα μου όταν τέλειωσα το κείμενο.